- φαγουλιανός
- η , ό съедобный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγουλιανός — ή, ό, Ν φαγώσιμος, κατάλληλος για βρώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ α τού τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ουλός (πρβλ. νερ ουλός) + κατάλ. ιανός (πρβλ. ξερακ ιανός)] … Dictionary of Greek